ἰσχύουσιν

ἰσχύουσιν
ἰσχύ̱ουσιν , ἰσχύω
to be strong
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
ἰσχύ̱ουσιν , ἰσχύω
to be strong
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραχώρηση — η / παραχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παραχωρώ] 1. η εκούσια εκχώρηση από κάποιον ενός πράγματος ή δικαιώματος σε άλλον 2. η ανοχή τού κακού εκ μέρους τού Θεού από σεβασμό προς την ελευθερία τού ατόμου και για λόγους παιδευτικούς προς διευκόλυνση τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”